πτέρυγα

πτέρυγα
η / πτέρυξ, -υγος, ΝΜΑ
ευκίνητο μέλος τού σώματος - όργανο πτήσης τών πτηνών και τών εντόμων, η φτερούγα, το φτερό (α. «εάν την δύναμιν / ακούσουν τών πτερύγων / οι αετοί», Κάλβ)
β. «ὅν τρόπον ἐπισυνάγει ὄρνις τὰ νοσσία ἑαυτῆς ὑπὸ τὰς πτέρυγας», ΚΔ.
γ. «ἔνθα καὶ ἔνθα ποτῶνται ἀγαλλόμενα πτερύγεσιν», Ομ. Οδ.
νεοελλ.
1. ανατ. πτερυγοειδής σχηματισμός τού σκελετού, όπως είναι οι μείζονες και ελάσσονες πτέρυγες τού σφηνοειδούς οστού τού κρανίου, οι πτέρυγες τού κεντρικού λοβίου τής παρεγκεφαλίδας και οι πτέρυγες τού εδάφους τής τέταρτης κοιλίας
2. (αερον.) οριζόντια ή περίπου οριζόντια επιφάνεια πάνω στην οποία ασκούνται οι αεροδυναμικές δυνάμεις οι οποίες εξασφαλίζουν τη διατήρηση ενός αεροσκάφους στον αέρα
3. (αεροπ.) βασική μονάδα τής πολεμικής αεροπορίας (α. «πτέρυγα μάχης» β. «πτέρυγα εκπαίδευσης»)
4. στρ. καθένα από τα πλευρικά τμήματα στρατιωτικής δύναμης (α. «δεξιά πτέρυγα» β. «αριστερή πτέρυγα»)
5. αρχιτ. το πλάγιο μέρος οικοδομήματος, που βρίσκεται σε ορθή γωνία προς το κεντρικό κτήριο ή χαμηλότερα από αυτό (α. «η νέα πτέρυγα τού νοσοκομείου» β. «η αριστερή πτέρυγα τού μουσείου»)
6. βοτ. καθένα από τα δύο πλάγια πέταλα τού άνθους τών ψυχανθών
7. η θέση τών βουλευτών πολιτικού κόμματος στο κοινοβούλιο («αριστερή πτέρυγα»)
αρχ.
1. οιωνός, προφητικό σημείο («οὐκ ἀγαθαὶ πτέρυγες», Καλλίμ.)
2. οτιδήποτε μοιάζει στο σχήμα με φτερό, όπως λ.χ. τα πτερύγια τών ψαριών, τα κινητικά όργανα τής φώκιας, τα πτερύγια τού δελφινιού, τα πόδια τής χελώνας
3. το ρύγχος τού ξιφία
4. το φυτό άσπληνος
5. το πηδάλιο τού σκάφους
6. η λεπίδα ξίφους ή πελεκιού
7. ο λοβός τών πνευμόνων
8. το άκρο που προεξέχει, η κορυφή οικοδομήματος
9. το πρόσθιο μέρος τού σκελετού πολιορκητικής μηχανής
10. ποίημα τού οποίου τα γράμματα τών στίχων έχουν έτσι διαταχθεί ώστε να σχηματίζονται φτερά
11. στον πληθ. αἱ πτέρυγες
α) τα κουπιά τού σκάφους
β) τα μεταλλικά ελάσματα που κρέμονταν από τον θώρακα μαχητή
γ) τα κάτω πλάγια μέρη, τα κράσπεδα τού ανοιχτού χιτώνα
δ) τα πανιά τού καραβιού
ε) οι ακρώρειες*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πτέρυξ έχει σχηματιστεί από το πτερόν με επίθημα -υξ, -υγος, το οποίο απαντά και σε άλλες λ. τής Ελληνικής, οι οποίες, όμως, απέχουν σημασιολογικά από το πτέρυξ (πρβλ. τα ον. πουλιών κόκκ-υξ, όρτ-υξ). Η λ. μπορεί να συνδεθεί με το αρχ. ινδ. pataru- «πετώντας» (με –u όπως το πτέρυξ), καθώς και με τ. που εμφανίζουν επίθημα με ουρανικό όπως: αρχ. ινδ. patań-g-a «πετώντας», αβεστ. fraptәreĵāt- «πτηνό», και πιθ. το λατ. protervus «ασελγής» (πιθ. < *pro-pterg-uos)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πτέρυγα — πτέρυγα, η και φτερούγα, η 1. φτερό πουλιών. 2. ό,τι μοιάζει με φτερό: Πτέρυγα του αεροπλάνου. 3. το άκρο της παράταξης στρατού, στόλου, αρμάτων κτλ., αλλ. κέρας. 4. θέση των βουλευτών στη Βουλή: Η πτέρυγα της αντιπολίτευσης. 5. τα πλαϊνά… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πτέρυγα — πτέρυξ wing fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτέρυγ' — πτέρυγα , πτέρυξ wing fem acc sg πτέρυγι , πτέρυξ wing fem dat sg πτέρυγε , πτέρυξ wing fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Hellenic Air Force — Infobox Military Unit unit name= Hellenic Air Force Πολεμική Αεροπορία caption= Hellenic Air Force Emblem start date= 1930 as a separate service, [ [http://www.haf.gr/en/history/history/history 5.asp Hellenic Air Force/History] ] Army Aviation… …   Wikipedia

  • αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… …   Dictionary of Greek

  • Structure of the Hellenic Air Force — Organization= The Hellenic Air Force is overseen by the Hellenic Ministry of National Defence, whose current head is minister Vangelis Meimarakis. Combat operations are overseen by the Chief of Operations of the Supreme Air Force Council. Support …   Wikipedia

  • Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • δεξιός — ά, ό και δεξύς, ιά, ύ (ή δεξής, ιά, ί) και δεξός, ά, ό (AM δεξιός, ά, όν) Ι. 1. (για τα μέλη τού σώματος) αυτός που βρίσκεται στο μισό μέρος όπως χωρίζεται με μια νοητή κάθετη γραμμή από το αριστερό μέρος (στο οποίο ακούγονται οι παλμοί τής… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”